θυλακώνω

θυλακώνω
μετ.
1) класть в карман; 2) прикарманивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "θυλακώνω" в других словарях:

  • θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω …   Dictionary of Greek

  • θυλακώνω — θυλάκωσα 1. θέτω κάτι στην τσέπη. 2. μτφ., εισπράττω χρήματα, τσεπώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • θυλάκωση — η [θυλακώνω] τοποθέτηση ενός αντικειμένου μέσα στο θυλάκιο, τσέπωμα …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»